διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
αδιαίτητος — ἀδιαίτητος, ον (Μ) [διαιτῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ακολουθεί ορισμένη δίαιτα, που ζει χωρίς δίαιτα … Dictionary of Greek
αποδιαιτώ — ἀποδιαιτῶ ( άω) (Α) 1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής 2. αποφασίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διαιτώ ( άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»] … Dictionary of Greek
μεταδιαιτώ — μεταδιαιτῶ, άω (Α) [διαιτώ(μαι)] αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
προδιαιτώ — άω, ΜΑ προετοιμάζω με δίαιτα («προδιαιτᾱν αὐτοὺς [τοὺς ἵππους] σίτῳ καὶ ὀρόβῳ πεφρυγμένῳ», Ιππιατρ.) αρχ. μέσ. προδιαιτῶμαι υποβάλλω εκ τών προτέρων μια υπόθεση, μια διαφορά, σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαιτῶ «υποβάλλω σε δίαιτα, είμαι… … Dictionary of Greek
συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… … Dictionary of Greek